Με λένε Κατερίνα, είμαι 41 χρονών και τα τελευταία πέντε χρόνια μένω ξανά στο χωριό μου, στην Ήπειρο. Δεν ήταν επιλογή καρδιάς, αλλά ανάγκης. Ο γάμος μου κατέρρευσε, όλα διαλύθηκαν ξαφνικά κι εγώ βρέθηκα ξεκρέμαστη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, την ίδια περίοδο ο πατέρας μου αρρώστησε σοβαρά. Δεν άντεξα να μείνω μόνη στην πόλη, ούτε είχα την οικονομική δυνατότητα να σταθώ στα πόδια μου. Έτσι γύρισα πίσω, στο πατρικό μου, με τη σκέψη ότι θα ήταν προσωρινό.
Στην αρχή έλεγα: «Θα βοηθήσω λίγο τους γονείς μου, θα δουλέψω όπου μπορώ, θα μαζέψω δυνάμεις και θα ξαναφτιάξω τη ζωή μου». Όμως οι μήνες έγιναν χρόνια. Οι υποχρεώσεις πολλαπλασιάστηκαν, τα βάρη μεγάλωσαν, κι εγώ άρχισα να νιώθω πως βούλιαξα σε μια καθημερινότητα χωρίς ανάσα.
Το «στίγμα» που κουβαλάω
Αυτό που με πληγώνει περισσότερο δεν είναι μόνο οι δυσκολίες. Είναι τα λόγια. Στο χωριό όλοι ξέρουν τα πάντα για όλους. Και μένα, από την πρώτη στιγμή, με βάφτισαν «ζωντοχήρα». Μια λέξη βαριά, που ακούγεται σαν σφραγίδα πάνω μου. Δεν με βλέπουν πια ως γυναίκα με όνειρα και ανάγκες, αλλά σαν μια ιστορία που απέτυχε.
Άντρες της ηλικίας μου με κοιτούν περίεργα. Οι παντρεμένοι αποφεύγουν ακόμα και μια καλημέρα στο καφενείο, μην τυχόν και βρουν αφορμή τα κουτσομπολιά. Οι ανύπαντροι – όσοι έχουν απομείνει στο χωριό – κοιτούν τις νεότερες. Κι εγώ, στέκομαι στη μέση, σαν να μην ανήκω πουθενά.
Η μοναξιά μέσα στο πατρικό
Ζω στο παιδικό μου δωμάτιο, με τις αφίσες που είχα βάλει στον τοίχο πριν 25 χρόνια να με κοιτούν και να μου θυμίζουν ότι κάποτε είχα όνειρα. Το βράδυ, όταν πέφτει ησυχία στο σπίτι, με πνίγει η μοναξιά. Βλέπω τα φώτα από τα διπλανά σπίτια, ακούω φωνές παιδιών και οικογενειών, κι εγώ σιωπή. Μια σιωπή που με κάνει να νιώθω αόρατη.
Πολλές φορές λέω: «Δεν θα ξαναβρώ σύντροφο ποτέ». Όχι γιατί δεν το αξίζω, αλλά γιατί εδώ με έχουν καταδικάσει. Μια γυναίκα χωρισμένη είναι, στα μάτια τους, «δεύτερης διαλογής». Μια «ζωντοχήρα».
Οι στιγμές που πονάνε περισσότερο
Πονάει όταν στις γιορτές οι συγγενείς με ρωτούν «εσύ πότε θα ξαναφτιάξεις τη ζωή σου;». Πονάει όταν ακούω ότι «έχεις μεγαλώσει πια». Και πονάει όταν βλέπω ζευγάρια στην πλατεία να γελούν ανέμελα, κι εγώ να σκέφτομαι ότι δεν θα το ζήσω ξανά.
Υπήρξαν στιγμές που κάποιος μου έδειξε ενδιαφέρον. Ένας χήρος, ένας διαζευγμένος, ακόμα κι ένας νεότερος. Όμως πάντα υπήρχε εκείνο το «τι θα πει το χωριό». Και, πριν καν προλάβω να αφήσω την καρδιά μου ελεύθερη, έκλεινα την πόρτα από φόβο.
Δεν θέλω να μείνω για πάντα «η ζωντοχήρα του χωριού»
Κι όμως, μέσα σε όλα αυτά, δεν έχω σταματήσει να ελπίζω. Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει ακόμα κάπου ένας άνθρωπος που θα με δει όπως είμαι: μια γυναίκα που έδωσε πολλά, που στάθηκε όρθια μέσα σε δυσκολίες, που ακόμα έχει ψυχή και ανάγκη για αγάπη.
Δεν θέλω να μείνω για πάντα η «ζωντοχήρα» που ψιθυρίζουν στο καφενείο. Θέλω να ξαναφτιάξω τη ζωή μου, να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Να νιώσω ξανά ότι είμαι γυναίκα, όχι απλώς «η Κατερίνα που γύρισε στο χωριό μετά τον χωρισμό».
Ίσως αργήσω, ίσως δυσκολευτώ. Αλλά δεν θέλω να αφήσω μια λέξη να καθορίσει το μέλλον μου.